προδοκώ

προδοκώ
-έω, Α
1. (για πράξη, ενέργεια, γνώμη) κρίνομαι, θεωρούμαι εκ τών προτέρων καλός
2. παθ. προδοκοῡμαι
αποφασίζω, σχηματίζω γνώμη εκ τών προτέρων («ὥσπερ προυδέδοκτο αὐτοῑς», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + δοκῶ «θεωρούμαι, σχηματίζω γνώμη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”